ΕΠΙΚΑΙΡΑ

6/recent/ticker-posts

Μιχαήλ Άνθης: Σιχαίνομαι τη σοβαρότητα που στερείται χιούμορ

Όταν μίλησα για πρώτη φορά τηλεφωνικά με τον Μιχαήλ Άνθη, διέκρινα αυτομάτως την ευγένεια και την προθυμία του, κάτι που αποδείχτηκε και στο δεύτερο τηλεφώνημα μας, αυτό της συνέντευξης. Ομολογώ ότι δεν ήθελα να τερματιστεί η κλήση, ήλπιζα κάτι να γίνει και να συνεχίσουμε να μιλάμε για τη ζωή, την προσωπική πίστη, την κατάσταση όπου βρίσκεται πλέον ο σύγχρονος, πολιτισμένος κόσμος. Ο γνωστός ηθοποιός και μουσικός εμφανίζεται στο θέατρο «Αυλαία» με την παράσταση «Οι Σκέτοι», που κάνει πρεμιέρα στις 13 Νοεμβρίου. Ευχαριστώ για την άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση, αισθάνθηκα ψυχικά «ελαφρύτερος»!

Όπως αναφέρετε, «Οι Σκέτοι» είναι μία μαύρη, μουσική κωμωδία με «λευκό ποινικό μητρώο». Τι σημαίνει αυτό;

Είναι μία πρόταση που μπορεί ο καθένας να την εκλάβει όπως θέλει. Εγώ εννοώ πως στην ζωή παίζουμε συνήθως με το άσπρο και το μαύρο και αγνοούμε τα υπόλοιπα χρώματα. Δηλαδή, είμαστε κάποιοι και υποδυόμαστε πως είμαστε κάποιοι άλλοι. Ένα κομμάτι μας είναι αθώο και ένα κομμάτι μας είναι πάρα πολύ ένοχο. Αυτό εννοούσα όταν έγραφα την πρόταση, κουβαλάμε μια εγγενή αθωότητα και στην πορεία ενοχοποιούμαστε –και όχι άδικα- για πάρα πολλά πράγματα, είτε με την συμμετοχή μας είτε με την άγνοια μας συμμετέχουμε στην διαμόρφωση τους. «Οι Σκέτοι», λοιπόν, είναι μία μουσική κωμωδία, ένα μιούζικαλ τσέπης το ονομάζω εγώ, με στοιχεία πρόζας, επιθεώρησης, βαριετέ, με «gags», αλλά υπάρχει μια διαφορά. Ναι μεν τα «gags» στέκουν και αυτόνομα, ωστόσο όλα μαζί συνιστούν μια ενότητα και μία συνέχεια, υπάρχει μία υπόθεση στο έργο. Υποθετικά μιλώντας, εάν κάποιος μπει στο 25ο ή στο 40ο λεπτό της παράστασης, θα καταλάβει τι γίνεται.

Πώς έγινε η σύμπραξη με τον ομότεχνο σας, Γιώργο Χατζή;

Με τον Γιώργο είμαστε φίλοι εδώ και 4-5 χρόνια, βρεθήκαμε σε μία τηλεοπτική σειρά που έγραφα και παίζαμε και οι δύο εκεί. Ήταν το «Φόρτσα Πατρίδα», του Γιάννη Ζουγανέλη στην ΕΡΤ. Παρότι εκεί γνωριστήκαμε, εγώ τον ήξερα και πιο πριν διότι ο Γιώργος είναι ένας πολύ ταλαντούχος άνθρωπος, ήταν καμιά 15αριά χρόνια στην «Ορχήστρα των Χρωμάτων», άλλα τόσα στους «Άγαμοι Θύται». Ένας εξαιρετικός βιολιστής, εξαιρετικός μουσικός και περφόρμερ, φοβερός ηθοποιός και συνεργάτης. Από τότε το λέγαμε να κάνουμε κάτι μαζί. Έτυχε, λοιπόν, τώρα η συγκυρία, τον πήρα τηλέφωνο και του είπα για την ιδέα που έχω και μου λέει «Πάμε να το κάνουμε». Έχουμε ήδη κάνει περίπου 50 παραστάσεις στην Αθήνα και πήγαν πάρα πολύ καλά. Όταν τελείωσε η παραμονή μας στο «Θέατρο της Ημέρας», εκεί που ανεβάζαμε τις παραστάσεις, μείναμε για λίγο «άστεγοι», αλλά μετά ήρθε η πρόταση από το «Αυλαία» διότι είχε έρθει ένας μεγάλος παραγωγός στην Αθήνα, ο Μάρκος Τάγαρης, με τον οποίο έχω δουλέψει και στο παρελθόν. Εκείνος συνεννοήθηκε με το θέατρο «Αυλαία» και πήγαμε ή μάλλον… θα έρθουμε! Με την ευκαιρία, να αναφέρω και τους υπόλοιπους συντελεστές. Το κείμενο και η σκηνοθεσία είναι δικά μου, παίζω με τον Γιώργο που έχει γράψει κιόλας την ορχηστρική μουσική της παράστασης, το τραγούδι του φινάλε, διότι έχουμε βάλει και ένα καινούργιο τραγούδι, είναι επίσης δικό μου σε μουσική και στίχους. Η Δέσποινα Τσουκαλά ανέλαβε την επιμέλεια της κίνησης, τα σκηνικά αντικείμενα η ομάδα «Ιντερ Νος».

Γιατί, λοιπόν, «Οι Σκέτοι»; Τι παραμερίζουν αυτοί οι άνθρωποι για να είναι «σκέτοι»;

Σκέτοι μένουν από ένα γεγονός που συμβαίνει μέσα στο έργο. Να διευκρινίσω σε αυτό το σημείο ότι  αντιτίθεται σφοδρά στη βία, είναι μία σάτιρα της βίας, αρνούμαστε τη βία σε κάθε της μορφή. Είναι δύο αφελείς, γκαφατζήδες, υποψήφιοι δολοφόνοι, συναντιούνται νύχτα πάνω σε ένα γιαπί απέναντι από μία βίλα, χωρίς να γνωρίζονται μεταξύ τους. Τον έναν τον έβαλε ο πλούσιος σύζυγος να σκοτώσει τη γυναίκα του και τον άλλον τον έβαλε η γυναίκα να σκοτώσει τον σύζυγο της. Τώρα, γιατί είναι σκέτοι; Επειδή περιμένουν να έρθουν τα όπλα με κούριερ. Δίχως να προδώσω το τέλος, θα πω μόνο ότι αυτοί, περιμένοντας να έρθουν τα όπλα τα οποία και καθυστερούν πολύ, έρχονται αντιμέτωποι με τον εαυτό τους. Επειδή εξαντλείται η υπομονή τους, ο «άλλος» γίνεται ο καθρέφτης τους. Βγάζουν στην επιφάνεια πράγματα τα οποία δεν φαίνονται από την αρχή. Προσωπικά, έχω μία ευαισθησία στο θέμα της υποκρισίας. Στο «είναι» και στο «φαίνεσθαι», ας αφήσουμε το «έχειν» του Σοπενχάουερ. Θεωρώ ότι ένα από τα πιο κυρίαρχα θέματα της ζωής μας που εμένα με απασχολεί ως συγγραφέα και άνθρωπο του χώρου είναι αυτό που πραγματικά είμαστε και αυτό που θέλουμε να φαινόμαστε ότι είμαστε. Οι δύο ήρωες της παράστασης παραγκωνίζουν –θέλοντας και μη- το προσωπείο τους και αποκαλύπτουν το πραγματικό τους πρόσωπο, το οποίο είναι τελείως διαφορετικό από αυτό που βλέπουμε στην αρχή. Στο ξεκίνημα βλέπουμε δύο ανθρώπους που διαγκωνίζονται για το ποιος θα πάρει την καλύτερη θέση πάνω στην ταράτσα για να έχει καλύτερο στόχο και στην πορεία αρχίζει και καταρρέει όλη αυτή η υπόθεση, με μία μεγάλη ανατροπή στο τέλος.

Οπότε, η παράσταση, επαληθεύοντας την κοινή παραδοχή που θέλει την κωμωδία να χρησιμοποιείται ως το πλέον ενδεικτικό μέσο για να ειπωθεί μία μεγάλη αλήθεια, επικεντρώνεται στο «είναι» και το «φαίνεσθαι».

Βεβαίως, και θα συμπλήρωνα πάνω σε αυτό ότι το πιο σοβαρό πράγμα είναι η κωμωδία, όταν παίζεται σοβαρά, όταν δεν καταλήγει «μπουφονερί». Η κωμωδία είναι ένα πάρα πολύ ωραίο «όχημα», διότι γενικά η τέχνη που υπηρετούμε δεν είναι παρά ένα «όχημα», μεταφέρει ιδέες και μηνύματα για να φτάσουν στο κοινό. Ακόμα και για να φτάσουν σε εμάς, τους ηθοποιούς, γιατί πολλές φορές, παίζοντας σε ένα έργο, ανακαλύπτουμε πράγματα στην πορεία που δεν ξέραμε εξαρχής. Ακόμα κι εγώ που το έχω γράφει δεν ξέρω τι θέλω να πω σε κάποια σημεία και τα ανακαλύπτω στην πορεία. Προσωπικά, σιχαίνομαι την σοβαροφάνεια, την σοβαρότητα που στερείται χιούμορ. Αυτό είναι κάτι που διακρίνω πολύ έντονα στα ελληνικά δραματικά σήριαλ και με κάνει να γελάω, δεν βλέπω ανθρώπους να χαμογελούν ποτέ. Αν το παρατηρήσει αυτό κανείς, θα δει πως είμαστε μία χώρα που παίρνει πάρα πολύ σοβαρά τον εαυτό της, ενώ θα έπρεπε να το διασκεδάζουμε και λίγο, με την αρχαιοελληνική σημασία όμως του ρήματος, από το «δια- σκεδάννυμι» που σημαίνει «σκορπάω». Να βάλουμε ένα «χεράκι» όλοι μαζί να φυσήξει ένας αέρας, να διαλύσει τα προβλήματα, όχι απλά να τα πάρει μακριά, να τα διαλύσει. Όλοι όμως έχουν μια σοβαροφάνεια που αγγίζει και ξεπερνάει τα όρια της γελοιότητας. Στη ζωή, ακόμα και στο πιο δραματικό γεγονός, υπάρχει το χαμόγελο και χιούμορ. Όλοι μας έχουμε παρευρεθεί δυστυχώς σε κηδείες όπου και βλέπουμε ότι ακόμα και οι πιο κοντινοί συγγενείς του ανθρώπου που χάνεται κάποια στιγμή θα χαμογελάσουν, δεν γίνεται και διαφορετικά. Αυτοί που πραγματικά δεν χαμογελούν ποτέ είναι οι χαρακτήρες στα ελληνικά δραματικά σήριαλ. Ας πούμε, σε ξένες σειρές, οι χαρακτήρες έχουν πολύ χιούμορ, σπάνε αυτόν τον πάγο της ακαμψίας και της κατατονίας. Παρότι έχω συμμετάσχει σε κάποιες ελληνικές δραματικές σειρές, μάλλον νιώθω πως τελικά δεν μπορώ, δεν είναι κάτι που μου πάει. Θα ήθελα να παίξω σε μία πολύ καλή κωμωδία, τα δραματικά έργα λίγο τα αποφεύγω.

Υφίσταται λογοκρισία η κωμωδία στην εποχή μας, εν αντιθέσει με παλαιότερα;

Τώρα θίγετε ένα τεράστιο ζήτημα. Όχι απλά υφίσταται λογοκρισία, ζούμε έναν ιδιότυπο φασισμό. Εγώ λέω πως ζούμε έναν αντιρατσιστικό ρατσισμό, στο όνομα του αντιρατσισμού γινόμαστε οι ίδιοι ρατσιστές, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να μιλήσουμε, να διυλίζουμε τον κώνωπα από τη μία μεριά και να καταπίνουμε την κάμηλο από την άλλη. Συμβαίνουν τερατώδη πράγματα τριγύρω, για τα οποία δεν μιλάει κανείς, και εμείς βάζουμε στο μικροσκόπιο κάποιον που αποκάλεσε χοντρό ή χοντρή έναν άλλον άνθρωπο ή άλλα χίλια δυο πράγματα. Θεωρώ ότι η σάτιρα θα έπρεπε να είναι ελεύθερη, εννοείται όμως να μην προσβάλει πρόσωπα και προσωπικότητες, διότι η πραγματική σάτιρα δεν σατιρίζει πρόσωπα, αλλά καταστάσεις. Έχουμε πλέον φτάσει στο σημείο με υπερβολές να είμαστε δακτυλοδεικτούμενοι, όταν πάμε να σατιρίσουμε καταστάσεις. Επειδή έζησα από πολύ κοντά την καλή εποχή της επιθεώρησης, γράφοντας τα περισσότερα κείμενα του Σωτήρη Μουστάκα, τον οποίο θεωρώ και πατέρα μου, έφυγα από τον χώρο το 2008-2009. Έφυγα γιατί η επιθεώρηση είχε «βρωμίσει» πάρα πολύ, είχε γίνει πολύ φθηνή. Εκείνη την εποχή, θυμάμαι πως μπορούσαμε να πούμε τα πράγματα με το όνομα τους, ακόμα κι αν κάποιοι θίγονταν, όχι σε προσωπικό επίπεδο, αλλά σε επίπεδο ιδιότητας και συμπεριφοράς. Μπορούσαμε να μιλήσουμε, τώρα δεν μπορούμε να μιλήσουμε. Πρέπει να τα περνάμε όλα με κώδικες. Είναι κάτι που πρόσφατα μου έτυχε, πριν δύο-τρία χρόνια έγραφα και έπαιζα σε μία σατιρική εκπομπή και είχα τέτοια θέματα που ποτέ δεν είχα στο παρελθόν.

Πώς τα αντιμετωπίσατε;

Έφυγα. Από ένα σημείο και μετά, δεν άντεξα και δυστυχώς αποχώρησα. Διαφορετικά δεν γίνεται. Εκτός κι αν πάει κανείς με τα «νερά» αυτής της κατάστασης και «υποδουλωθεί». Υποτίθεται όμως ότι κάνουμε αυτήν την δουλειά γιατί μας απελευθερώνει, αν η τέχνη δεν απελευθερώνει τότε τι; Η τέχνη είναι λυτρωτική, στο θέατρο πηγαίνουμε για να ακούσουμε αυτά που δεν αντέχουμε να ακούσουμε. Κάπου διάβασα μία φράση που μου άρεσε πολύ, δεν θυμάμαι ποιος την είπε: «Ο πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος είναι αυτός που λέει αυτά που δεν αντέχουν να ακούσουν οι άλλοι και ακούει αυτά που ο ίδιος δεν μπορεί να ακούσει». Αυτή είναι η πραγματική ελευθερία. Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου περιορίζουμε την ελευθερία και της δίνουμε την έννοια της απλής επιλογής ενός κινητού, ενός αυτοκινήτου. Στην ουσία, ξοδεύουμε την ελευθερία για να διαλέγουμε αντικείμενα και όχι ιδέες. Είναι κάτι το πολύ τρομακτικό. Τα είχε πει αυτά και ο Ντοστογιέφσκι στον «Μεγάλο Ιεροεξεταστή», εκεί όπου ανακρίνει τον σιωπηλό Ιησού, ο οποίος δεν του απαντάει, και ύστερα του λέει: «Έχεις καταλάβει τι έκανες; Έδωσες στους ανθρώπους ένα δώρο που δεν το θέλουν, την ελευθερία». Όλο αυτό πριν από 170 χρόνια. Αυτή είναι η αλήθεια, δεν θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι, θέλουμε μόνο να μπορούμε να διαλέξουμε παπούτσια, ρούχα, συντρόφους, αυτοκίνητα, σπίτια. Μπροστά στα μεγάλα ερωτηματικά της ζωής, κάνουμε πίσω. Δεν θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι για να αποφασίσουμε αν θα γίνει πόλεμος ή ειρήνη, όχι. Θέλουμε οι άλλοι να τα αποφασίζουν αυτά. Όσο κι αν φαίνεται ακραίο αυτό που λέω, ο άνθρωπος φοβάται την ελευθερία του γιατί έρχεται προ των τεράστιων ευθυνών του. Στο πλαίσιο συρρίκνωσης αυτής της ελευθερίας, δεν αντέχουμε να γράφουμε ελεύθερα.

Ένα είδος αυτολογοκρισίας.

Αναγκαστικής αυτολογοκρισίας. Πας να γράψεις κάτι και απευθείας σκέφτεσαι μήπως και ενοχληθεί η τάδε ομάδα, με αποτέλεσμα να «αποστειρώνεται» και να χάνεται η έμπνευση.

Για να επανέλθουμε στην παράσταση, στο τέλος του εισαγωγικού σημειώματος, γράφετε κάτι πολύ ενδιαφέρον: «Όταν δεν αντέχουμε αυτό που είμαστε, δεν είμαστε ούτε αυτό που θέλουμε να φαινόμαστε». Διανύοντας μία περίοδο έντονα –ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός- «ινσταγκραμική» και εν γένει διαδικτυακή, θεωρείτε πως ενισχύεται έτσι η προαναφερθείσα πρόταση;

Αυτό που λέτε αυτή τη στιγμή είναι ακριβώς αυτό που είχα και στο μυαλό μου. Επιτείνεται και ενισχύεται σήμερα από τη σχέση μας με το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία παρουσιάζουμε ένα πρόσωπο που δεν έχει καμία σχέση με αυτό που είμαστε πραγματικά. Θέλουμε να φαινόμαστε καλοί, ωραίοι, γυμνασμένοι, έντιμοι, ελεύθεροι, φτιάχνοντας μία εικόνα. Απέχουμε 100% από την κανονική ζωή. Δεν φταίει βέβαια το διαδίκτυο. Από τη μία μεριά υπάρχει το διαδίκτυο στη ζυγαριά, αλλά από την άλλη δεν υπάρχει μια αντισταθμιστική αξία, δεν υπάρχουν πλέον ιδεώδη. Σχεδόν έχουν καταργηθεί οι κοινωνικές τάξεις. Βλέπεις έναν άνθρωπο των 700 ευρώ να κουβαλάει ένα τηλέφωνο των 1500 ευρώ.

Οπότε, εύλογα αναρωτιέται κανείς τον λόγο για τον οποίο επιλέγει ο «χ» άνθρωπος να τα σπαταλήσει έτσι.

Ακριβώς. Κατευθύνει ένα πολύ ουσιαστικό μέρος της ζωής του σε αυτό το πράγμα. Άρα επανερχόμαστε σε αυτό που αρχικά είπα, στην υποκρισία. Προσωπικά, πιστεύω στον Χριστό, προσπαθώ να διαβάζω και να μελετώ το Ευαγγέλιο και βλέπω πως λέγεται πολλές φορές από Εκείνον: «Ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριταί». Μιλά για την υποκρισία σε πάρα πολλά σημεία, διότι είναι πηγή κακών άπειρων. Για παράδειγμα, ο τερατώδης εγωισμός που έχουμε, βάζω και τον εαυτό μου μέσα, δεν τον εξαιρώ. Από που προέρχεται; Από την ανάγκη μας να υπερασπιστούμε την εικόνα μας, αυτή που μας βολεύει όμως. Έχουμε φτάσει σε σημείο να μπερδεύουμε τον εγωισμό με την αξιοπρέπεια. Λέμε «μου έθιξε την αξιοπρέπεια» και δεν παραδεχόμαστε ότι «μου έθιξε τον εγωισμό». Και στον δρόμο το συναντάς. Βρίζει κάποιος ένα συγγενικό μας πρόσωπο και κατεβαίνουμε κάτω και τον πλακώνουμε στο ξύλο. Πάμε μετά στο δικαστήριο και λέμε «μου έθιξε την αξιοπρέπεια, κύριε Πρόεδρε». Ποια αξιοπρέπεια; Έπαθε τίποτα η μάνα μου που την έβρισε; Θα ανεβάσει πυρετό ο Χριστός επειδή τον έβρισε; Βρισκόμαστε μπροστά σε μία τρομακτική παραχάραξη εννοιών. Έχουμε χάσει τον μπούσουλα, είμαι πολύ απαισιόδοξος με αυτό. Γι’ αυτό και προσπαθώ να περάσω μέσα από την κωμωδία όλη την απαισιοδοξία μου με όσο πιο αισιόδοξο τρόπο γίνεται (γελάει).

Ακούγεται οξύμωρο, αλλά είναι απόλυτα κατανοητό! (γελάει)

Ακριβώς. Προσπαθώ με έναν πιο κωμικό τρόπο να το κάνω όλο αυτό γιατί βλέπω την έκπτωση αξιών και ένα προκάλυμμα καπνού μπροστά για να μην φαίνεται και διακρίνεται αυτή η έκπτωση. Αυτό είναι το χειρότερο από όλα, το ότι δεν την βλέπουμε. Κάποτε, ναι μεν υπήρχαν πόλεμοι, αλλά οι άνθρωποι τον έβλεπαν μπροστά τους, τώρα ο πόλεμος εκπέμπεται σε απευθείας μετάδοση και φτάνουμε σε σημείο να «γουρουνοποιούμαστε», να βλέπουμε σκοτωμούς, διαμελισμένους ανθρώπους, δολοφονίες παιδιών και να μην μας κάνει καμία αίσθηση. Εντελώς γραφικά πίνουμε το ουίσκι μας με κανένα ξηροκάρπι μπροστά από την τηλεόραση και μετά θα κάνουμε μια κίνηση με το τηλεκοντρόλ να δούμε καμία διαφήμιση. Δεν υπάρχει πια μέτρο. Για τίποτα. Κάτι ιδιαιτέρως τρομακτικό.

Ίσως, σε μία απέλπιδα προσπάθεια αντίστασης στην γενικότερη σκοτεινιά που επικρατεί, συνειδητά ή ασυνείδητα, για αυτόν τον λόγο μιλάμε και αυτή τη στιγμή, θέλοντας να ακούσουμε από κάποιον άλλον αυτά που και οι ίδιοι πιστεύουμε, όπως τόσοι άλλοι άνθρωποι που απλά δεν γνωρίζουμε. Ένα είδος κοινωνικής ψυχοθεραπείας. 

Συμφωνώ, γι’ αυτό άλλωστε κάνουμε και τέχνη, θέατρο, κινηματογράφο, μουσική. Θέλουμε να προσελκύσουμε ομοϊδεάτες μας, ανθρώπους που –όπως προ είπατε- μοιράζονται τις ίδιες αξίες προκειμένου να πάρουμε λίγο τα πάνω μας. Να νιώσουμε ότι υπάρχει μία αντίσταση.

Πώς αλλά και πόσο έχει επηρεάσει τον καλλιτεχνικό χώρο αυτή η επίπλαστη εικόνα που έχει δημιουργηθεί, κυρίως εντός διαδικτύου;

Από ο,τι έχω ακούσει, υπάρχουν πολλά κανάλια και παραγωγοί που διαλέγουν τους ηθοποιούς βάσει των ακολούθων τους στο Instagram. Δεν ξέρω αν ισχύει ή όχι. Η ύπαρξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η τεράστια έκταση που καταλαμβάνουν πλέον στη καθημερινότητα μας αναγκάζει να παίξουμε και εμείς αυτό το παιχνίδι, της συμμετοχής στα «σόσιαλ» από τη στιγμή που υπάρχουν χιλιάδες δουλειές κάθε χρόνο. Οι θεατρικές δουλειές που υπάρχουν κάθε χρόνο μπορεί να ξεπερνάνε και τις 2.000. Το Λονδίνο μπορεί να μην έχει πάνω από 600-700, εμείς έχουμε 2.000. Οπότε, αναγκαστικά κάποιος καταφεύγει στο διαδίκτυο για να προβάλλει την δουλειά του. Η τηλεόραση δεν μπορεί να διαθέσει πολύ χρόνο. Οι πολιτιστικές εκπομπές στην τηλεόραση, όπου μπορούν να φιλοξενηθούν άνθρωποι από τον χώρο του θεάτρου, είναι απειροελάχιστες και κυρίως βρίσκονται στα κρατικά κανάλια και ραδιόφωνα. Άρα, αναγκαστικά ακολουθούμε μια πραγματικότητα. Δεν είμαι σε θέση να πω αν τα «σόσιαλ» χτίζουν καριέρες, αλλά βλέπω ότι πολύς κόσμος από τον χώρο μου αναρτά συνέχεια πράγματα που δεν είναι πάντα σχετικά με την δουλειά του, έχοντας βέβαια κάθε δικαίωμα. Σε γενικές γραμμές όμως, ναι, βλέπω πως έχει υπάρξει τεράστια επιρροή από τα «σόσιαλ», το μοναδικό μέσο όπου ο καθένας πλέον έχει πρόσβαση.

Πρόσφατα ανακοινώθηκε μία νέα και ενδιαφέρουσα νέα παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, το «Όταν χαμήλωσε ο ουρανός», ένα έργο δικής σας συγγραφής και σκηνοθεσίας του Γιώργου Κιουρτσίδη. 

Πολύ σωστά. Έχοντας και την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου του Κ.Θ.Β.Ε εδώ και δύο χρόνια, τα βάλαμε κάτω με τον καλλιτεχνικό διευθυντή για το πού θα ανεβεί τελικά η παράσταση, διότι αρχικά θα ανέβαινε στην Μονή Λαζαριστών, αλλά δεν ήταν διαθέσιμη. Εν τέλει βρέθηκε το θέατρο «Αυλαία» που θα κάνει συμπαραγωγή. Πρώτα ο Θεός και καλώς εχόντων των πραγμάτων, το έργο θα ανεβεί στις 4 Μαρτίου. Από αρχές Ιανουαρίου, θα βρίσκομαι σχεδόν μόνιμα στην Θεσσαλονίκη και περιστασιακά θα κατεβαίνω στην Αθήνα για κάποιες υποχρεώσεις. Όσον αφορά στο έργο, είναι για δύο άτομα, δύο άνδρες και παίζει και ένα γυναικείο χέρι από τον καρπό και πάνω. Δυστυχώς δεν μπορώ να σας πω το όνομα του συμπρωταγωνιστή μου, είναι ένα πολύ μεγάλο όνομα, αλλά τυχαίνει να μην είναι ακόμα 100% βέβαιη συμμετοχή του, θα το γνωρίζω σε λίγο καιρό. Με λίγα λόγια, όπως παρουσιάστηκε και στην παρουσίαση του προγράμματος του Κ.Θ.Β.Ε, σε ένα βομβαρδισμένο σπίτι στη Γάζα εγκλωβίζεται ένας Ισραηλινός λοχαγός και ένας Παλαιστίνιος δάσκαλος. Είναι καταπλακωμένοι από τη μέση και κάτω, ακίνητοι και ανήμποροι περιμένουν να συμβεί το μοιραίο. Από ένα σημείο και μετά, μέσα από μία τρύπα στα χαλάσματα βγαίνει το χέρι της γυναίκας του Παλαιστίνιου, η οποία είναι και εκείνη εγκλωβισμένη από πίσω και ζει τις τελευταίες της στιγμές. Είναι μία σοκαριστική κατάσταση ενός πολύ επίκαιρου έργου. Το «όταν χαμήλωσε ο ουρανός» είναι η φράση που λέει στο τέλος ο Παλαιστίνιος, ο Γιουσέφ, στην νεκρή πλέον γυναίκα του, γιατί για αυτούς τους δύο ανθρώπους ο ουρανός είναι πια τα μπάζα, τα χαλάσματα, που έχουν χαμηλώσει τόσο πολύ και τους πνίγουν. Ένα έργο που μέσα από την ακινησία των δύο ηρώων έχει πολλή κινητικότητα πραγμάτων, απόψεων, αποκαλύψεων, γεγονότων, δεν χαρακτηρίζεται από στατικότητα. Κινησιολογικά και σωματικά έχει δύο στατικούς ήρωες, αλλά δεν είναι καθόλου συναισθηματικά στατικό. Με εκρήξεις, πολύ χιούμορ, όσο κι αν φαίνεται πολύ περίεργο αυτό, ειδικά από την πλευρά του Παλαιστίνιου. Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος για αυτό, όμως δεν μπορώ να το αποκαλύψω για ευνόητους λόγους. Είναι μία συνθήκη που θα δει ο θεατής και θα καταλάβει για ποιον λόγο αυτός ο άνθρωπος σαρκάζει τόσο πολύ αυτό που του συμβαίνει. Επίσης, έχω να ανακοινώσω ότι θα γίνει και ταινία αυτή η παράσταση, θα βγει σε φεστιβάλ του εξωτερικού, με την εταιρία παραγωγής «Black Orange» και τον Γιάννη Ιακωβίδη, τον παραγωγό του Παντελή Βούλγαρη. Του είχα στείλει το θεατρικό και μέσα σε μία μόλις ώρα με πήρε τηλέφωνο, μου έστειλε το συμβόλαιο και μου είπε «Θέλω να το κάνουμε ταινία». Μάλιστα, πριν λίγες ημέρες, τελείωσα και την προσαρμογή του κειμένου για την ταινία, ούτως ώστε να μην υπάρχει στατικότητα. Για να μην είναι ακίνητοι οι δύο ήρωες μέσα στην ταινία, έχει αρκετά «φλασμπακ» όπου και βλέπουμε την ζωή τους. Ένα πολύ άγριο πράγμα, αλλά συνάμα ανθρώπινο και ποιητικό και ενίοτε σαρκαστικά αστείο.

Θα κυκλοφορήσει εντός Ελλάδος;

Η συμφωνία που έκανα με βάση το συμβόλαιο μου ήταν να μπορώ να κάνω πρώτα -και χωρίς καμία δέσμευση για ταινία- την παράσταση. Η ταινία μπορεί να βγει και σε ένα και σε δύο χρόνια. Αυτή την στιγμή αναζητούνται οι επενδυτές. Υπάρχει και μία σκέψη να μην ερμηνεύσουν Έλληνες ηθοποιοί τους ρόλους, αλλά ένας Ισραηλινός και ένας Παλαιστίνιος, μία πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα, διότι το έργο είναι ουσιαστικά ένας ύμνος στην ειρήνη. Αυτοί οι δύο άνθρωποι μετά τις αρχικές αλληλοκατηγορίες που εκτοξεύονται αρχίζουν και βλέπουν την κατάσταση διαφορετικά, όταν αρχίζει και πλησιάζει ο θάνατος. Σκέφτονται «μα καλά, τι κάναμε; Αντί να τσακωνόμαστε εμείς, γιατί δεν βάζουμε τους θεούς μας να τσακωθούν;

Μία πολύ «βαθιά» ερώτηση.

Μα βέβαια, σκεφτείτε ότι οι θρησκείες –όχι η πίστη στον Θεό, είναι τελείως διαφορετικό πράγμα- είναι ένα σύστημα ηθικών κανόνων που βάζει ένα σωρό «πρέπει» και περιορίζει την ελευθερία των ανθρώπων. Άλλο η προσωπική πίστη στον Θεό, άλλο η θρησκεία. Οι θρησκείες, είτε ονομάζουν τον θεό τους «Αλλάχ» είτε «Χριστό» είτε «Μπράχμα» είτε οτιδήποτε άλλο, δυστυχώς έχουν βάλει τους ανθρώπους να κάνουν ο,τι κάνουν. Γι’ αυτό, λοιπόν, έγραψα ως μια από τις τελικές φράσεις του Γιουσέφ «να βάλουμε τους θεούς μας να τα βρουν μεταξύ τους, γιατί πρέπει πάντα εμείς και να τα βρίσκουμε, ας το κάνουν αυτοί δίχως να εμπλέκουν εμάς». Μ’ άρεσε πολύ αυτή η προσέγγιση, ήταν βαθιά απενοχοποιητική απέναντι σε αυτό που συμβαίνει.


Συνέντευξη: ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΕΡΤΣΙΔΗΣ

Για περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο: "Οι Σκέτοι" του Μιχαήλ Άνθη στο θέατρο Αυλαία