Σε πανελλήνια πρώτη η «Λαπωνία», στην οποία ανοίγει το «κουτί της Πανδώρας» και γίνεται γνωστή μία τρομερή αλήθεια. Ένα παιδί μαρτυρά στο άλλο κάτι που συνταράσσει όλο τον κόσμο του. Ποια είναι αυτή η αλήθεια όμως;
Ένα από δύο παιδιά του έργου ενημερώνεται ότι δεν υπάρχει ο Άγιος Βασίλης και κατά συνέπεια όλος ο κόσμος του γκρεμίζεται. Με αφορμή αυτό το γεγονός, καλούνται οι χαρακτήρες μας, οι γονείς, οι ενήλικες, να χειριστούν τη κατάσταση. Αν θυμηθούμε κι εμείς τους εαυτούς μας όταν ήμασταν παιδιά, οτιδήποτε πιστεύαμε για τον κόσμο ήταν θεμελιώδες για τη ζωή μας. Οπότε, το να μας αποκαλύψει κάποιος σε τόσο μικρή ηλικία ότι κάτι από όλα αυτά δεν ισχύει, αποτελεί μεγάλη ρωγμή στη πραγματικότητα που θεωρούσαμε δεδομένη μέχρι τότε. Γι’ αυτό και λέμε ότι πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στην αντιμετώπιση μας με τα παιδιά. Πρέπει να τους λέμε μόνο ο,τι μπορούν να διαχειριστούν σε κάθε δεδομένη στιγμή. Στο τέλος της υπόθεσης του έργου, αποδεικνύεται ότι τα παιδιά -με τη κακή έννοια- είναι οι μεγάλοι, εν αντιθέσει με τα πραγματικά παιδιά, τα οποία, αν τα αφήσεις, θα βρουν τη λύση και τον δρόμο τους. Μεταξύ τους έχουν τον κώδικα που πρέπει να έχουν, τον οποίο εμείς έχουμε ξεχάσει. Μπορούν να επικοινωνήσουν, να διαφωνήσουν, αλλά να τα ξαναβρούν. Όταν επεμβαίνουν οι γονείς, οι οποίοι σχεδόν ποτέ δεν έχουν τον κατάλληλο τρόπο, νομίζω ότι περισσότερο διαλύουν τα πράγματα παρά τα φτιάχνουν.
Τι θεωρείτε πως εξαναγκάζει τους ανθρώπους να κοιτούν τον κόσμο μέσα από μάτια που στερούνται αθωότητας και μαγείας, ιδιοτήτων που εγγενώς υπάρχουν στα παιδιά;
Είναι κάτι που συμβαίνει σε όλους μας σχεδόν ασυνείδητα όσο μεγαλώνουμε. Μερικές φορές βιώνουμε αυτές τις αναλαμπές της αθωότητας και αναρωτιόμαστε «Πού πήγε ο τρόπος που ένιωθα, ο τρόπος που έβλεπα τον κόσμο, πότε άλλαξα στάδιο και πέρασα στην επόμενη πίστα, πού πήγε όλη αυτή η μαγεία;». Είναι ερωτήματα στα οποία δεν μπορούμε να δώσουμε σαφή απάντηση. Ξαφνικά βλέπουμε τον εαυτό μας ως πολύ πιο σκληρό και ορθολογιστή, με ένα γεμάτο πρόγραμμα που δεν μας επιτρέπει να επικοινωνήσουμε ουσιαστικά με το βαθύτερο «είναι» μας. Νομίζω ότι η ζωή που ζούμε έχει τέτοιους καταιγιστικούς ρυθμούς, τόσο πολύ άγχος και στρες, που πρέπει να επιδιώκουμε στιγμές ανάπαυλας με το παιδί που πάντα κρύβεται μέσα μας.
Πιστεύετε ότι ζούμε σε μία εποχή που τα παιδιά βιάζονται να μεγαλώσουν;
Πάρα πολύ. Δεν το θεωρώ καθόλου τυχαίο. Πιστεύω πως δυστυχώς τους το ζητάει η κοινωνία. Δεν ευθύνονται τα ίδια. Αυτό που λένε «τα παιδιά ποτέ δεν φταίνε» είναι μία μεγάλη αλήθεια. Είμαι μητέρα ενός 14χρονου αγοριού. Η σχολική ύλη, αλλά και ο τρόπος διδασκαλίας της, αφορούν σε μεγαλύτερες ηλικίες. Τα παιδιά μπαίνουν σε ρυθμούς που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν, για αυτό και τους δημιουργείται όλο αυτό το στρες, το αίσθημα ανικανότητας, η σκέψη ότι δεν τα καταφέρνουν. Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει ένα σωστό σύστημα μέσα στο οποίο να μπορούν να μεγαλώσουν με ηρεμία. Στο δημοτικό, ένα παιδί πρέπει να ξεκινάει αγγλικά, στο τέλος της έκτης τάξης να ξεκινάει και μία δεύτερη γλώσσα, μετά γυμναστική, μετά ένα μουσικό όργανο, ύστερα να πηγαίνει φροντιστήριο μιας και το εκπαιδευτικό σύστημα δε μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά και ενώ δεν του έχει μείνει χρόνος για να μιλήσει, πρέπει να διαχειριστεί τις σχέσεις του με τους φίλους του, αλλά και τη σχέση με τους γονείς που δουλεύουν όλη την ημέρα και δεν προλαβαίνουν τίποτα. Προσωπικά, όταν ήμουν παιδί, θυμάμαι πως ο πατέρας μου επέστρεφε σπίτι μόλις πήγαινε τέσσερις το απόγευμα. Αυτό δεν υφίσταται πια. Οι γονείς σχολάνε στις οκτώ το βράδυ και μέχρι να γυρίσουν στο σπίτι η ώρα έχει φτάσει εννιά. Τα παιδιά, στη καλύτερη περίπτωση, μεγαλώνουν με παππούδες και γιαγιάδες, ακόμα και με νταντάδες. Έχουμε χάσει τη ποιότητα της ζωής. Γιατί αναρωτιόμαστε αν τα παιδιά βιάζονται να μεγαλώσουν; Αφού κουβαλούν στους ώμους τους περισσότερο βάρος από αυτό που αντέχουν. Για αυτόν τον λόγο υπάρχουν και όλα αυτά τα παιδιά με ψυχολογικά προβλήματα από πολύ μικρή ηλικία, προβλήματα που δεν θα έπρεπε να έχουν. Τους συμβαίνει κάτι και δεν ξέρουν τι είναι αυτό το κάτι, δε ξέρουν πώς να το διαχειριστούν.
Μεταξύ άλλων, η επιτυχία ενός κράτους εξαρτάται και από ένα σταθερό, δοκιμασμένο και εν τέλει αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα. Εάν εξετάσει κανείς το ανάλογο σύστημα σε Σκανδιναβικές χώρες, θα διαπιστώσει ότι απέχει παρασάγγας από το δικό μας.
Έχετε απόλυτο δίκιο.
Στη παράσταση, υφίσταται ως ζήτημα υπό διερεύνηση η σύγκρουση ιδεολογιών βάσει κουλτούρας;
Βεβαίως, από εκεί μάλιστα προκύπτει και η κωμωδία του έργου. Ένα πρόβλημα μπορούμε να το προσεγγίσουμε καλύτερα όταν έχει μία κωμική χροιά και όταν κάνουμε χιούμορ με αγάπη. Αυτό είναι κάτι που εν γένει ισχύει καθημερινά, όχι μόνο στο θέατρο. Το χιούμορ και η αγάπη είναι αυτά που μας σώζουν. Στη παράσταση μας, υπάρχει ένας χαρακτήρας από τη Σκανδιναβία, ο οποίος αγαπάει πολύ την Ελλάδα και μιλάει άπταιστα τα ελληνικά, οπότε μοιραία αρχίζει μία αντιπαράθεση για το ποιος λαός είναι καλύτερος και για ποιον λόγο. Όντως, το δικό τους εκπαιδευτικό σύστημα είναι μακράν καλύτερο. Παρόλα αυτά, ο συναισθηματικός τους κόσμος είναι ρηχός, διότι έχουν έναν τόσο αυστηρό προγραμματισμό σε όλα τους τα ζητήματα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να στερούνται αυθορμητισμού, κάτι που συναντάται τόσο στα παιδιά όσο και στους μεγάλους. Στην ουσία, μιλάμε για δύο άκρα για να φανούν καλύτερα οι αντιθέσεις. Γενικότερα, το έργο θέτει ερωτήματα για τη ποιότητα των ανθρώπων, για τον τρόπο ζωής τους. Είναι καλύτερο το ψέμα ή η αλήθεια;
Ευσταθεί ο ισχυρισμός που θέτει τη χρησιμότητα του Άι Βασίλη ως ένα αποκλειστικά χειραγωγούμενο εργαλείο με σκοπό να εισαχθεί ένα παιδί από μικρή ηλικία στον καταναλωτισμό;
Είναι ένα θέμα που θίγεται και κατά τη διάρκεια της παράστασης. Όλοι μας, είτε λίγο είτε πολύ, έχουμε δει παιδιά που σκέφτονται και λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο, χρησιμοποιώντας ως αφορμή τον Άι Βασίλη. Παλαιότερα δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Φυσικά, τα παιδιά παλαιότερα δεν απολάμβαναν και την αφθονία που επικρατεί σήμερα. Για παράδειγμα, ένα δώρο το περίμεναν ολόκληρο τον χρόνο, είτε στα γενέθλια τους είτε τα Χριστούγεννα με τον Άι Βασίλη. Δεν υπήρχαν καθημερινά δώρα. Ακόμη και αυτό είναι απόρροια της προαναφερθείσας σύγχρονης δυσκολίας. Όταν αδυνατούμε να ασχοληθούμε με τα παιδιά μας, αναγκαστικά καλύπτουμε την έλλειψη με λάθος τρόπο, με ένα δώρο για παράδειγμα, εθίζοντας τα έτσι στα υλικά αγαθά. Όταν έρχονται τα Χριστούγεννα, δεν διαφέρει κάτι σε σχέση με όλον τον υπόλοιπο χρόνο.
Ως άνθρωποι, γιατί βαφτίζουμε ως λάθος και απορριπτέα μία ιδέα που είναι αντίθετη σε ό,τι έχουμε αποκρυσταλλώσει ως προσωπική μας άποψη;
Στο πέρασμα του χρόνου, μία ιδέα αλλοιώνεται. Επειδή δεν έχουμε ως προτεραιότητα να «κρατάμε» τα πράγματα στη θέση τους λόγω βιασύνης, παγιώνονται λανθασμένες απόψεις στο μυαλό μας, ενηλίκων και μη. Δίνουμε προτεραιότητα και προσπαθούμε να ανταπεξέλθουμε σε μία σκληρή καθημερινότητα αφήνοντας πίσω ζητήματα που αφορούν στον ψυχισμό των παιδιών, αλλά και στον δικό μας. Πιστεύουμε ότι είναι κάτι που μπορούμε να αναβάλλουμε για αργότερα, αλλά τελικά δεν συμβαίνει ποτέ. Υπάρχει μία στρέβλωση που αφήνουμε να διαιωνίζεται.
Υπάρχει μία θεωρία που υποστηρίζει πως το «αργότερα» δεν υπάρχει, παρά μόνο η υποσυνείδητη ελπίδα μας για αυτό.
Συμφωνώ. Εάν μπορούσαμε να το υπενθυμίζουμε αυτό στον εαυτό μας, τα πράγματα θα ήταν αλλιώς. Όμως, αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να φτάσουμε και στο άλλο άκρο, να καταλήξουμε να πιστεύουμε πως, εφόσον υπάρχει μόνο το σήμερα, ας ζήσουμε αδιαφορώντας για το αύριο. Το ζήτημα είναι να επεμβαίνουμε στο σήμερα, σε ο,τι κι αν προκύπτει. Να είμαστε ενεργοί. Δεν τα κάνουμε όλα αυτά. Και σε εμένα συμβαίνει αυτό, ειδικά τα βράδια, πριν τον ύπνο. Κάνω μία ανασκόπηση και αναλογίζομαι για πράγματα που δεν μίλησα, ειδικά στον γιο μου, ενώ το έχω σαν ανάγκη. Σκέφτομαι «να μην ξεχάσω να μιλήσω για αυτό στον Γιώργο». Ωστόσο, η καθημερινότητα δεν με αφήνει. Σχεδόν το σημειώνω μερικές φορές, όταν πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό.
Ακολουθείτε αυτές τις σημειώσεις;
Κάποιες φορές, ναι. Και πολύ χαίρομαι για αυτό. Ακόμα κι αν δε βρεθεί τελικά η λύση για το οποιοδήποτε ζήτημα. Το γεγονός ότι έχεις αφιερώσει χρόνο για μία σκέψη, έναν προβληματισμό, μία ανησυχία που μπορεί να έχει το παιδί ή να έχεις εσύ, μία ανησυχία που αρχικά φαντάζει ασήμαντη ενώ στη πραγματικότητα δεν είναι, είναι μεγάλη διαπίστωση. Οι γονείς πρέπει οπωσδήποτε να μιλάνε με τα παιδιά, δε γίνεται διαφορετικά.
Οι λέξεις είναι σπόροι και φυτρώνουν.
Ακριβώς.
Συμπρωταγωνιστείτε στη «Λαπωνία» με άλλους τρεις αξιοσέβαστους ηθοποιούς.
Και πολύ καλούς φίλους. Έχω συνεργαστεί με όλους στο παρελθόν. Με τη Βάσω Λασκαράκη και τον Μελέτη Ηλία ήμασταν «οικογένεια» για πέντε χρόνια στη σειρά «Το σόι σου». Με τον Σπύρο Τσεκούρα έχω συνυπάρξει στο θέατρο. Τη μετάφραση και διασκευή του πρωτότυπου, ισπανικού έργου των Μαρκ Ανζελετ και Κριστίνα Κλεμέντε έχει αναλάβει η Μαρία Χατζηεμμανουήλ, τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Νικορέστης Χανιωτάκης, τα σκηνικά ανέλαβε η Αγγελίνα Παπαχατζάκη, τα κοστούμια η Ιωάννα Καλαβρού και τη πρωτότυπη μουσική ο Γιάννης Μαθές.
Κατά τη διάρκεια των προβών και της γενικότερης ερμηνείας του κειμένου, έτυχε να αντιληφθείτε πράγματα ο ένας για τον άλλον ή ακόμα και για τον ίδιο σας τον εαυτό που προηγουμένως δε γνωρίζατε;
Σε σχέση με τον χαρακτήρα του καθενός, όχι, διότι γνωριζόμασταν ήδη καλά και για αρκετά χρόνια. Σε σχέση με την υποκριτική μας δεινότητα, ναι (γελάει). Μπορώ να πω ότι αυτή η παράσταση στάθηκε ως αφορμή για να θαυμάσω και πάλι τους ηθοποιούς με τους οποίους βρίσκομαι και συνεργάζομαι επι σκηνής. Τρεις εξαιρετικούς ηθοποιούς.
Πρόσφατα συμμετείχατε και στη ταινία «Έχω Κάτι να Πω», του Στράτου Τζίτζη.
Οφείλω να πω ότι ήταν πραγματικά μία από τις πιο «φωτεινές» μου στιγμές. Παρότι ο ρόλος μου ήταν μικρός, επρόκειτο για μία φοβερή συνεργασία. Ήταν όλοι τους ένας κι ένας. Ο σκηνοθέτης, Στράτος Τζίτζης, ο Αντίνοος Αλμπάνης, η Ζέτα Δούκα, όλοι τους. Ευχαριστήθηκα τόσο πολύ αυτή τη ταινία. Ήμουν πολύ περίεργη να τη δω, δεν είχα καθόλου τη συνολική εικόνα στο μυαλό μου. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν απίστευτο. Είμαι ευγνώμων που συμμετείχα.
Είναι πολύ όμορφο και συγκινητικό όταν ένας άνθρωπος, ένας επαγγελματίας φροντίζει να δίνει τα εύσημα στους συνεργάτες του. Σε μία εποχή που συνήθως συμβαίνει το αντίθετο, το θεωρώ πολύ σημαντικό, μιας και είμαι υποστηρικτής της άποψης που λέει «Αν δεν έχεις κάτι καλό να πεις, μη λες τίποτα».
Η συγκεκριμένη άποψη αποτελεί αρχή μου. Η μητέρα μου πάντα έλεγε: «Βιβιάκι μου, τον κακό τον λόγο κράτα τον για εσένα. Να προσπαθείς να βλέπεις τη καλή πλευρά των ανθρώπων, των πραγμάτων και των καταστάσεων». Υπάρχει περίπτωση κάποιος να γίνει καλύτερος εάν του εκφράσω κάτι με άσχημο τρόπο; Φυσικά και όχι. Η ευθύτητα και η λογική του «έξω από τα δόντια» είναι πολύ παρεξηγήσιμες έννοιες.
Έχουμε μπερδέψει την ειλικρίνεια με την ωμότητα.
Ασφαλώς. Η ωμότητα δεν βοηθάει κανέναν. Για να προσεγγίσουμε κάποιον και να συζητήσουμε μαζί ένα ελάττωμα του, πρέπει να έχουμε μέσα μας τρομερή αγάπη για αυτόν τον άνθρωπο. Μόνο τότε βρίσκουμε έναν σωστό τρόπο ουσιαστικής και ανθρώπινης συζήτησης. Πρέπει να προσέχουμε πολύ τον τρόπο μας, διότι ο άλλος «κλειδώνεται». Είναι κάτι που συμβαίνει και στη δική μας δουλειά. Για αυτό ακριβώς θέλω να πω ένα μεγάλο μπράβο και στον Νικορέστη Χανιωτάκη, διότι είναι ένας φύσει ευγενής άνθρωπος που προσέχει πάρα πολύ τον τρόπο που θα μιλήσει. Ο,τι έχει να πει, θα το πει, αλλά πάντοτε με πολύ όμορφο τρόπο. Δεν θα προσβάλλει ούτε κατά διάνοια, θα κρατήσει τρομερές ισορροπίες, δημιουργώντας το κατάλληλο κλίμα για μία καλή συνεργασία.
Μελλοντικά σχέδια;
Προς το παρόν, όχι. Ξεκινάμε το θεατρικό ταξίδι στη «Λαπωνία», στο θέατρο Κολοσσαίον, στις 20 Δεκεμβρίου, και από τη νέα χρονιά εύχομαι να είμαι σε θέση να ανακοινώσω οποιαδήποτε νέα συνεργασία.
Γράφει ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΕΡΤΣΙΔΗΣ
Για περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο: "Λαπωνία" των Μαρκ Ανζελέτ και Κριστίνα Κλεμέντε στο Θέατρο Κολοσσαίον