Ξαναζώντας το όνειρο, είκοσι χρόνια μετά. Τι μεσολάβησε σε αυτά τα είκοσι χρόνια και πού βρίσκονται οι ήρωες πλέον;
Ο Βασίλης Κατσικονούρης είχε μία πάρα πολύ ωραία ιδέα για τη συνέχεια του έργου, την στιγμή που άρχισε να σκέφτεται «Πού είναι αυτοί οι ήρωες τώρα, τι κάνουν στη ζωή τους;». Αυτό που τελικά μεσολάβησε είναι το γεγονός πως οι ήρωες αφέθηκαν σε εκείνη τη στιγμή της ζωής τους σαν να μην πέρασε ούτε ένα λεπτό, ενώ στην πραγματικότητα έχουν μεσολαβήσει είκοσι χρόνια. Θα έλεγα ότι οι ήρωες έχουν βαλτώσει, ίσως επειδή φοβούνται να πάρουν την ζωή στα χέρια τους. Πετυχαίνουμε τους χαρακτήρες σε μία στιγμή αδυναμίας, διότι πρέπει να επιλέξουν αν θα κάνουν το παρακάτω βήμα στη ζωή, κάτι που τους ξυπνά και τους ξανατρομάζει, διότι τους αναγκάζει να δράσουν. Οι δράσεις που κάνουν είναι κατά έναν τρόπο ανώριμες, οπότε οι ίδιοι έρχονται αντιμέτωποι με την ανωριμότητα τους.
Τι σας κέρδισε παραπάνω στο έργο, όταν το πρωτοδιαβάσατε; Είχατε παρακολουθήσει τη πρώτη παράσταση, όταν ανέβηκε το 2004 στο Εθνικό Θέατρο;
Δυστυχώς δεν την είχα παρακολουθήσει, αλλά είχαμε διαβάσει το έργο στη δραματική σχολή όπου φοιτούσα.
Οπότε σας ήταν γνώριμο.
Πράγματι. Όσον αφορά στο τι με κέρδισε παραπάνω, θα πω το χιούμορ που χαρακτηρίζει το κείμενο. Σοβαρά, τραγελαφικά γεγονότα αντιμετωπίζονται με ένα βαθύ χιούμορ από τον Βασίλη, το οποίο είναι πηγαίο. Επειδή δεν έχω ξαναπαίξει κωμωδία στο θέατρο, ήταν κάτι που ήθελα να ρισκάρω και να δοκιμαστώ σε αυτό.
Η εποχή κατά την οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η παράσταση μάλλον θεωρείται διαμετρικά αντίθετη με τη σημερινή. Η φούσκα ενός πελώριου ATM που ξερνούσε χρήματα και η πεποίθηση πως ο κόσμος μας χρωστάει έσπασε, αποφέροντας τα γνωστά, ολέθρια αποτελέσματα. Υπάρχουν σήμερα οι συνθήκες ούτως ώστε κανείς να ονειρεύεται με τον ίδιο ζήλο, όπως και τότε, με την εξαίρεση ενός «βιώσιμου» ονείρου, με τον ανθρωπισμό στο επίκεντρο;
Συγκινούμαι πολύ διότι γίνονται τόσα πολλά πράγματα γύρω μας, τα οποία δεν έχουν καθόλου στο επίκεντρο τον ανθρωπισμό. Είναι κάτι που με πληγώνει βαθιά. Είμαι ευαίσθητη ως προς το αίσθημα του δικαίου και μου είναι κάπως αφοπλιστική αυτή η ερώτηση γιατί με πνίγει το συναίσθημα. Όντως, εκείνη η περίοδος κατά την οποία διαδραματίζεται το πρώτο έργο ήταν η εποχή του ονείρου με τα πολλά χρήματα και, πιο συγκεκριμένα, να γίνουμε κάποιοι αφού αποκτήσουμε χρήματα. Κάναμε συνειδητά αυτή την μετατόπιση αξιών. Από τότε άρχισε να χάνεται ο ανθρωπισμός, διότι οτιδήποτε στοχεύει στα υλικά αγαθά, ξηραίνει την αίσθηση της αγάπης. Εφόσον περάσαμε και φύγαμε από αυτή τη περίοδο, πλέον, όπως ήταν λογικό και αναμενόμενο, ζούμε με τα ελάχιστα, ούτε καν αυτά για τις βασικές μας ανάγκες, ακόμη και τώρα που δουλεύουμε σκληρά, χάνοντας την επαφή μας με τους άλλους ανθρώπους. Αποξενωθήκαμε αρκετά, δεν υπάρχει κάτι ανθρώπινο για να μας κρατήσει ζωντανούς. Βλέπω ανθρώπους μόνο να δουλεύουν για να αποκτήσουν υλικά αγαθά, όχι να ονειρεύονται.
Όπως αναφέρει και το εισαγωγικό σημείωμα της παράστασης, πρόκειται για ένα σαρκαστικό σχόλιο για την κρίση που δεν τελειώνει ποτέ, για μια ευτυχία -θα προσθέσω εγώ- που μάλλον, σαν άλλος «Γκοντώ» του Μπέκετ, ποτέ δεν έρχεται. Γιατί οι τέσσερις πρωταγωνιστές, όπως και όλοι μας, κυνηγούμε πάντοτε το άπιαστο; Χαρακτηρίζετε άπιαστη την ευτυχία;
Η ευτυχία δεν είναι άπιαστη. Δεν ξέρω πόσο γραφικό αυτό που θα πω, αλλά θεωρώ ότι η ευτυχία είναι πάρα πολύ απλή. Από ένα χαμόγελο, ένα άγγιγμα, από μια στιγμή που συνδέεται ένας άνθρωπος με έναν άλλον. Το ότι συζητάμε αυτή τη στιγμή μου προκαλεί ευτυχία, δεδομένων των εξαιρετικών ερωτήσεων που μου κάνετε.
Το εκτιμώ πολύ.
Κι εγώ. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι νιώθω μια σύνδεση συζητώντας τόσο όμορφα. Τόσο απλή είναι η ευτυχία. Όπως το να πάρω τον άνθρωπό μου και να πάω μία βόλτα, να περπατήσουμε και να μιλήσουμε ή να παίξω με το παιδί μου, για παράδειγμα. Δεν θεωρώ άπιαστη την ευτυχία. Θεωρώ άπιαστη την γη της επαγγελίας, οτιδήποτε κι αν ονομάζουμε έτσι. Το να είμαστε κάποιοι σπουδαίοι. Οι ήρωες του έργου μας θεωρούν ότι, εάν πάνε εκεί που θέλουν, θα γίνουν σπουδαίοι. Η σκέψη να γίνουμε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε, ώστε να αναγνωριστούμε ως σπουδαίοι, μας έχει μετατοπίσει. Η ευτυχία είναι επιλογή. Η ζωή έχει και κάποιες δυσκολίες, αλλά είναι θέμα επιλογής το πώς θα τις διαχειριστούμε ούτως ώστε στο τέλος να κοιτάξουμε τη θετική πλευρά των πραγμάτων ή το μάθημα που θα διδαχτούμε.
Έχοντας μόλις συμπληρώσει και μπει στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, σε μια εποχή που η ζωή τρέχει κι εμείς οφείλουμε να την προλάβουμε, χρειάζεται πού και πού να αιθεροβατούμε για να μην μας καταπλακώσει το -ενδεχομένως- ζοφερό σύγχρονο πλαίσιο;
Ναι. Γιατί όχι; Ίσως είναι και απαραίτητο μερικές φορές. Αρκεί φυσικά να επιστρέφουμε στην πραγματικότητα και να μην εμμένουμε σε ένα όνειρο.
Άλλωστε, το είχε πει και η συγγραφέας Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, στο πρώτο βιβλίο Χάρι Πότερ: «Δεν ωφελεί να κατοικεί κανείς στα όνειρα και να ξεχνά να ζει».
Ακριβώς. Μιας που αναφερθήκατε σε προϊόν μυθοπλασίας, θυμήθηκα μία ταινία που πραγματεύεται την επιρροή των συνεχόμενων ονείρων, το «Inception» (γελάει). Πρέπει πάντοτε να επανερχόμαστε στη πραγματικότητα, για το καλό μας.
Πολύ σωστά. Σε μια κοινωνία που βρίθει από ναυαγισμένα όνειρα και ανθρώπους να βλασφημούν την ώρα και την στιγμή που τα εγκατέλειψαν, υπάρχει κάποιο προσωπικό σας όνειρο που θα θέλατε να κατακτήσετε;
Με πολλή υπερηφάνεια, θα πω ότι δεν έχω κάποιο όνειρο που θέλω να κατακτήσω. Δεν «αφήνομαι» πια, ούτε στους φόβους και τις φοβίες μου. Προσπαθώ να κατακτώ αυτό που ονειρεύομαι, εφόσον κάθε φορά ονειρεύομαι κάτι που μπορώ να αποκτήσω.
Δίνοντας σάρκα και οστά στην σαραντάρα πλέον «Βουβού», η οποία κάποτε υπήρξε 20, ποια συμβουλή θα δίνατε στον νεότερο εαυτό σας, όταν προέταξε το στήθος και βγήκε έξω για να διεκδικήσει την θέση της στη κοινωνία;
Ο,τι κι αν πεις σε έναν άνθρωπο εκείνης της ηλικίας, δεν μπορεί να το καταλάβει. (γελάει)
Αναμφίβολα. Όμως, με την σοφία που σας χαρακτηρίζει τώρα, τι είναι αυτό που θα θέλατε με σιγουριά να γνωρίζει;
Να μην αμφισβητεί τον εαυτό της. Ως Λένα, μπορώ να πω ότι το έκανα αρκετά, οπότε νομίζω πως αυτό με κράτησε αρκετά πίσω για να πιστέψω σε εμένα και να προχωρήσω μπροστά. Βασανίστηκα λίγο. Θα μπορούσα να είχα αποκτήσει πολλά περισσότερα και πολύ πιο γρήγορα, εμπιστευόμενη τον εαυτό μου άμεσα, δίχως πολλές «τζιριτζάντζουλες».
Ο κόσμος δεν θα τελειώσει εάν κάνουμε λάθη, τα όνειρα κατακτώνται μέσα από μία σειρά λαθών που οδηγούν στην επιτυχία.
Αυτό λέω συνεχώς στον γιό μου. Όταν είμαστε νέοι, νομίζουμε ότι τα λάθη κοστίζουν πολύ περισσότερο από ο,τι ισχύει, ειδικά εδώ στην Ελλάδα. Διάβαζα κάποια πρόσφατη έρευνα για τον τρόπο που μεγαλώνουν τα παιδιά στη Νορβηγία και συγκινήθηκα όταν συνειδητοποίησα ότι δεν έχουν ελέγχους στο σχολείο. Εάν μεγαλώναμε κι εμείς με αυτή τη νοοτροπία, ότι δεν υπάρχει τέλειος και άριστος άνθρωπος, νομίζω πως τα πράγματα θα ήταν ομορφότερα για όλους.
Συνέντευξη: Βασίλης Τσερτσίδης
Για περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο: "Καλιφόρνια Ντριμιν, 20 χρόνια μετά"