«Τηλεφώνησε ο γιος σου», μια φράση που λέει η μια ηρωίδα στην άλλη. Ποια είναι η κεντρική πλοκή του έργου και πού εστιάζει η θεματολογία του;
Πρόκειται για ένα έργο πάνω σε μία από τις πιο δύσκολες σχέσεις. Από τη μία έχουμε μία γυναίκα που θα μπορούσε να έχει άνοια, Αλτσχάιμερ ή κάποια άλλη ασθένεια -εφόσον το βασικό ζήτημα της είναι ότι δεν έχει δυνατότητα για πολύ μεγάλη επικοινωνία- και από την άλλη έχουμε την φροντίστρια της, η οποία έχει αυτή την μεγάλη ανάγκη για επικοινωνία. Η σχέση αυτών των δύο γυναικών βλέπουμε να εξελίσσεται μέσα στο έργο, που είναι και η κύρια θεματολογία της παράστασης, πώς μπορεί να υπάρξει μία ανθρώπινη σχέση αυτού του είδους. Το έργο δεν ήταν έτσι στην αρχική του μορφή, εμείς το φτιάξαμε όπως είναι τώρα, ήταν δική μου η διασκευή. Το συγκεκριμένο κείμενο έχει ανέβει ξανά στο θέατρο, νομίζω ότι είχε έρθει και στην Θεσσαλονίκη το 2009, μόλις είχε γραφτεί δηλαδή, και ήταν απλώς ο μονόλογος μία φροντίστριας. Το δεύτερο πρόσωπο ήταν εντελώς βουβό, θα μπορούσε να μην υπάρχει καν στην σκηνή. Αποφάσισα πως αυτό δεν με ενδιέφερε, ανέκαθεν με ενδιέφεραν οι σχέσεις στο θέατρο κι έτσι διασκεύασα το έργο για δύο πρόσωπα. Το δεύτερο πρόσωπο, η ηλικιωμένη γυναίκα, είναι εξίσου σημαντικό με το πρώτο, με την φροντίστρια.
Υπήρξε κάποιο σημείο του κειμένου που να σας γοήτευσε και να σας κέντρισε λίγο παραπάνω το ενδιαφέρον ούτως ώστε να το επιλέξετε ως την επόμενη παράσταση σας;
Δεν υπήρξε κάποιο ιδιαίτερο σημείο. Ουσιαστικά, το έργο «ήρθε» και με βρήκε από μόνο του. Το ήξερα εδώ και πολύ καιρό, το είχα διαβάσει ως μονόλογο, αλλά δεν ήθελα καθόλου να κάνω μονόλογο, ούτε να παίξω, ούτε να σκηνοθετήσω, ειδικά μετά τον περσινό μονόλογο που σκηνοθέτησα, το «ΑΚΑ». Η παράσταση μας ξεκίνησε ως μία πρόταση της πολύ καλής φίλης, Μαριλένας Μακρή, που παίζει τον ρόλο της μεγάλης γυναίκας. Η αρχική ιδέα ήθελε την Μαριλένα να παίζει τον ρόλο της φροντίστριας και πάλι, όμως, ως μονόλογο και τότε ήταν που της είπα «Εντάξει, αλλά βρες κάποιαν άλλη σκηνοθέτη γιατί εγώ βαριέμαι» (γελάει). Καθώς περνούσε ο καιρός, είπαμε να το ανεβάσουμε μαζί το έργο, αλλά κάτι τέτοιο εκ φύσεως ήταν αδύνατο, εφόσον το δεύτερο πρόσωπο ήταν ανύπαρκτο, οπότε σκέφτηκα να προχωρήσω στην διασκευή. Μόλις την ξεκίνησα, άρχισα να βλέπω πόσες δυνατότητες ανοίγονται πάνω σε μία τέτοια επικοινωνία. Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό που θα πω μπορεί αν το διακρίνει ένας θεατής, αλλά ένα τέτοιο έργο «επικοινωνεί» και «συνομιλεί» και με άλλα θεατρικά έργα, διαφορετικού είδους. Αυτό ήταν που με κέρδισε. Μετά από όλη αυτήν την δουλειά, βγάλαμε την παράσταση μας.
Στο σκηνοθετικό σημείωμα αναφέρετε «το Τηλεφώνησε ο γιος σου μας δίνει τη δυνατότητα να προσεγγίσουμε το θέμα των γηρατειών και τον κόσμο που φεύγει με ελαφρότητα κι ευαισθησία. Είναι μια καινούρια πρόκληση». Παρότι το ζήτημα της γήρανσης και του θανάτου δεν έχει λυθεί ακόμα, ίσως δεν θα λυθεί ή δεν θα έπρεπε να λυθεί ποτέ, συνεχίζουμε να ασχολούμαστε με αυτό με σεβασμό. Πώς διαφαίνεται αυτό στην παράσταση;
Μπορώ να πω πώς το αντιμετώπισα εγώ, δίχως να ξέρω πώς το εισπράττει το κοινό, διότι έχει διαφορετικές αντιδράσεις, δεν ξέρω πώς θα αντιδράσει η Θεσσαλονίκη. Το κοινό πάντοτε είναι ο τρίτος «συμπαίκτης». Υπάρχουν παραστάσεις όπου το κοινό ξεκαρδίζεται, άλλες φορές κλαίει με λυγμούς, ενώ άλλοτε τους αισθανόμαστε να βαριούνται και να μην επικοινωνούν. Ο τρόπος που προσλαμβάνει το κοινό μία παράσταση δεν είναι ποτέ ο ίδιος. Πρόθεση μου ήταν να δείξω κάτι που πιστεύω πολύ, αποτελεί σταθερή πεποίθηση μου ότι η ζωή αξίζει πιο πολύ από όλα. Σε αυτή την ζωή, ακόμα και όταν πολλά πράγματα παύουν να λειτουργούν, πρέπει κανείς να βρίσκει τις στιγμές της χαράς και να μην αντιμετωπίζει τα γηρατειά με φόβο. Όλοι θα γεράσουμε και θα φτάσουμε εκεί, αλλά το να φοβάσαι δεν ωφελεί κάπου. Θέλω να πιστεύω ότι η παράσταση μας είναι και λίγο παιδευτική… ή μάλλον εκ-παιδευτική. Δεν υπάρχει φόβος για αυτό που έρχεται. Δεν θέλω να κάνω «spoiler», όπως λένε και οι νέοι, αλλά κάποια πράγματα είναι γραφτό να γίνουν. Για παράδειγμα, βλέπουμε την ταινία «Ο Τιτανικός» και ξέρουμε ότι στο τέλος θα βυθιστεί αλλά την ίδια ώρα μας ενδιαφέρει να δούμε τι προηγείται, η όλη διαδικασία. Κάπως έτσι είναι και αυτή η παράσταση. Ξέρουμε ότι στο τέλος δεν πρόκειται να γίνει κάτι καλό. Το κοινό αυτό μπορεί να το προσλάβει με διαφορετικό τρόπο. Το χιούμορ είναι κάτι που δεν φεύγει ποτέ από το ανθρώπινο είδος, νομίζω ότι αυτό μας ξεχωρίζει και από τους ανθρώπους.
Μέχρι και στις κηδείες, κάποιος θα γελάσει πρώτος, δεν γίνεται διαφορετικά.
Ασφαλώς. Ακόμα και στις πιο δραματικές στιγμές, υπάρχει το χιούμορ, η ελαφρότητα, υπάρχει η σκέψη ότι η ζωή έχει αξία. Δεν θα ήθελα να πιάσουμε το θέμα της ευθανασίας, διότι είναι άλλο θέμα. Εγώ αναφέρομαι για τις καταστάσεις γηρατειών που φοβόμαστε όλοι πάρα πολύ και νομίζω πως αυτός ο φόβος πρέπει να «πέσει». Πρέπει να βλέπουμε και να δίνουμε νόημα στην κάθε μέρα, να αγαπάμε την ζωή τόσο την δικιά μας, όσο και του διπλανού μας, όσο γίνεται περισσότερο. Αυτό είναι κάτι που προσπάθησα να βάλω σε αυτή την παράσταση.
Σε αυτόν τον διαρκή μαραθώνιο διατήρησης της νεότητας, η Βρετανίδα συνάδελφος σας, Ελένα Μπόναμ Κάρτερ, δήλωσε σε συνέντευξη που παραχώρησε το 2023 πως είναι πιο ευτυχισμένη όσο μεγαλώνει και δεν θα ήθελε να επιστρέψει πίσω, ότι η λέξη «γήρανση» ισοδυναμεί με βωμολοχία. Θεωρείτε ότι διαιωνίζεται η νοοτροπία που θέλει τους ηλικιωμένους άνθρωπος έτοιμους για «απόσυρση»;
Είναι στο χέρι του καθενός μας να το αντιμετωπίζουμε αυτό. Δυστυχώς ή ευτυχώς εξαρτάται και από το DNA του καθενός μας, δηλαδή πόσο αντέχει κανείς ή πόση όρεξη έχει για δουλειά. Εγώ πιστεύω ότι, ειδικά για εμάς τους καλλιτέχνες, το να αποσυρθεί κανείς ισοδυναμεί με «θάνατο». Εμείς έχουμε συνηθίσει να δουλεύουμε συνέχεια, είτε έχουμε μεγάλες αποδοχές είτε μικρότερες, και δεν μπορούμε να φανταστούμε την δουλειά χωρίς εργασία, χωρίς δημιουργία. Αν αυτό είναι κατάρα για κάποιον που έχει περάσει δεκαετίες εργαζόμενος σε ένα γραφείο και επιθυμεί την σύνταξη, είναι τελείως διαφορετικό θέμα. Ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά έχει έναν διαφορετικό τρόπο να αντιμετωπίζει το πώς μεγαλώνει. Η κοινωνία θα αναγκαστεί να «δει» τους ανθρώπους που μεγαλώνουν, καθώς ο προσδόκιμος μέσος όρος ζωής αυξάνεται, οπότε θα τους χρησιμοποιεί, ήδη τους χρησιμοποιεί. Δεν μπορεί να τους έχει στο περιθώριο και να μην τους δίνει καμία σημασία. Ψηφίζουν (γελάει), φροντίζουν τα παιδιά ίσως και περισσότερο από τους ίδιους τους γονείς
Τι σημαίνει για εσάς το έργο, ποιο είναι το βαθύτερο «στρώμα» του που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης;
Το έργο για εμένα είναι ένα έργο σχέσεων. Εκτός από την σχέση που έχουν οι δύο γυναίκες μεταξύ τους, υπάρχουν και οι σχέσεις που έχει η κάθε μία από αυτές με τους γιούς τους που έχουν απομακρυνθεί. Είναι ένα θέμα που θίγει αρκετά το έργο, θέλω να υπογραμμίσω ότι εγώ τουλάχιστον, προσωπικά, δεν το βλέπω ως «άσπρο-μαύρο», δεν πιστεύω ότι αυτές έχουν απόλυτο δίκιο σε όλα αυτά που έχουν μεσολαβήσει με τους γιους τους. Είναι πολύ λεπτό το σημείο. Όσο καιρό δούλευα το κείμενο, τόσο ως σκηνοθέτης, όσο και ως ηθοποιός με τον ρόλο της φροντίστριας, σκεφτόμουν ότι κι εγώ, αν ήμουν ο γιος της φροντίστριας, δεν θα είχα φύγει στην Σουηδία, θα πήγαινα ακόμα πιο μακριά.
Σχεδόν όλα τα ζητήματα που μας απασχολούν είναι «βαμμένα» με γκρι, σπάνια υπάρχει είτε το άσπρο είτε το μαύρο.
Σωστά. Οπότε, υπάρχουν και αυτές οι σχέσεις με τα άτομα που είναι εκτός σκηνής, τα οποία παίζουν και αυτά μεγάλο ρόλο. Άλλωστε, το έργο λέγεται «Τηλεφώνησε ο γιος σου». Μας βάζει λίγο να σκεφτούμε για το τι γίνεται με τα παιδιά που μεγαλώνουν και τι σχέσεις αρχίζουν να έχουν με τους πιο ώριμους ή τους ηλικιωμένους γονείς. Ποια είναι πιο βαριά εγκατάλειψη από τον εκάστοτε γιο, αυτή της ηλικιωμένης που δεν μπορεί να μιλήσει ή αυτή της ώριμης που έχει την δυνατότητα της επικοινωνίας; Οπότε, υπάρχουν αυτές οι σχέσεις που δεν είναι είτε άσπρο είτε μαύρο. Μάλλον ποτέ στις σχέσεις δεν φταίει μόνο ο ένας. Μπορεί να φταίνε και οι δύο.
Μιας και αναφερθήκατε πριν στις ποικίλες αντιδράσεις του κοινού, μπορείτε να δώσετε κάποιο ενδεικτικό παράδειγμα αντιδράσεων;
Σκέφτομαι ότι σε μία παράσταση το κοινό είχε ταυτιστεί με την μία και έχει δει όλο το έργο μέσα από τα μάτια της μίας ηρωίδας από τις δύο, έχοντας στεναχωρηθεί. Σε άλλη παράσταση, έχει δει την υπόθεση μέσα από την άλλη ηρωίδα. Έχει πολλή πλάκα το γεγονός ότι είναι πολύ δύσκολο το κοινό να ταυτιστεί και με τις δύο κι επίσης να καταλάβει και αυτά τα παιδιά, τους γιους, που είναι εκτός σκηνής. Δεν ξέρω, μπορεί να φταίμε κι εμείς, αλλά όταν συμβαίνει αυτό, δηλαδή όταν αισθάνεσαι ότι το κοινό παρακολουθεί όλες αυτές τις διαφορετικές οπτικές γωνίες, τότε νομίζω ότι παίρνεις και μεγαλύτερη ευχαρίστηση.
Εάν λάβουμε υπόψιν μας τον σύγχρονο τρόπο ζωής που δεν έχει φρένα και τον καταιγισμό πληροφοριών που δεχόμαστε καθημερινά, πιστεύετε πως έχει διογκωθεί το χάσμα των τωρινών γενεών σε σύγκριση με τις γενιές που υπήρχαν πριν από έναν αιώνα;
Αυτό το έργο, ενώ είναι γραμμένο το 2009, δηλαδή σχετικά πρόσφατα, μιλάει για μία εποχή όπου κύριο μέσο επικοινωνίας είναι το τηλέφωνο, όχι το ίντερνετ. Διαδραματίζεται λίγο πριν την έλευση του ίντερνετ, δηλαδή δεν υπάρχει η δυνατότητα να καλέσει κανείς κάποιον άλλον με βιντεοκλήση. Άρα, η παράσταση τοποθετείται χρονικά στο 1985-1990. Από το ’90 και μετά άρχισαν τα κινητά να παίρνουν τα πάνω τους. Οπότε, αφορά λίγο παραπάνω την προηγούμενη γενιά κατά έναν τρόπο. Αυτό έχει ένα ενδιαφέρον γιατί ουσιαστικά βάζει στο επίκεντρο πρώιμα ένα θέμα που το βλέπουμε πολύ στις μέρες μας: Το γεγονός ότι οι νέοι είτε μένουν στο σπίτι είτε φεύγουν πολύ μακριά και μένουν εκεί. Αυτό είναι πολύ γνώριμο για την Ελλάδα. Οι νέοι δεν πάνε για να σπουδάσουν. Παλαιότερα οι άνθρωποι πήγαιναν για να σπουδάσουν κάτι με την προοπτική να επιστρέψουν. Τώρα πάνε για να δουλέψουν, να εγκατασταθούν εκεί. Αυτό στο έργο υπάρχει. Παρότι μιλάει για μία παλαιότερη γενιά, νομίζω ότι «κουμπώνει» πάρα πολύ με αυτό που συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα. Οπότε, δεν είναι θέμα χάσματος γενεών, αλλά συνθηκών.
Μελλοντικά σχέδια προς ανακοίνωση;
Ήταν να τελειώσουμε τις παραστάσεις το Σαββατοκύριακο 29 και 30 Μαρτίου, αλλά, μετά από την αγάπη που εισπράξαμε από το κοινό, αποφασίσαμε να πάμε παράταση, οπότε οι παραστάσεις συνεχίζονται για άλλα δύο Σαββατοκύριακα, 5-6 και 12-13 Απριλίου στο Θέατρο Μικρός Κεραμεικός. Επίσης, θα πάμε στην Πάτρα 2-3-4 Μαΐου, στον πολυχώρο «Επίκεντρο+» και τον ίδιο μήνα θα έρθουμε στην Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Sureal, στις 9, 10 και 11 Μαΐου.
Συνέντευξη: Βασίλης Τσερτσίδης
Για περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο: "Τηλεφώνησε ο γιος σου" στο Θέατρο Μικρός Κεραμεικός